ξεκάμωμα

ξεκάμωμα
το
το ξέκαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + κάμωμα (< καμώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεκάμωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκάνω. 2. φόνος, εξόντωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”